φωτόσπαρτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωτόσπαρτος η φωτόσπαρτη το φωτόσπαρτο
      γενική του φωτόσπαρτου της φωτόσπαρτης του φωτόσπαρτου
    αιτιατική τον φωτόσπαρτο τη φωτόσπαρτη το φωτόσπαρτο
     κλητική φωτόσπαρτε φωτόσπαρτη φωτόσπαρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωτόσπαρτοι οι φωτόσπαρτες τα φωτόσπαρτα
      γενική των φωτόσπαρτων των φωτόσπαρτων των φωτόσπαρτων
    αιτιατική τους φωτόσπαρτους τις φωτόσπαρτες τα φωτόσπαρτα
     κλητική φωτόσπαρτοι φωτόσπαρτες φωτόσπαρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτόσπαρτος < φωτό- + σπαρτός (<σπέρνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

φωτόσπαρτος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)