φύσαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῡσᾰλο- | |||||
ονομαστική | ὁ | φύσαλος | οἱ | φύσαλοι | |
γενική | τοῦ | φυσάλου | τῶν | φυσάλων | |
δοτική | τῷ | φυσάλῳ | τοῖς | φυσάλοις | |
αιτιατική | τὸν | φύσαλον | τοὺς | φυσάλους | |
κλητική ὦ! | φύσαλε | φύσαλοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυσάλω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυσάλοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φύσαλος < φυσάω / φυσῶ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φύσαλος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (αμφίβιο) είδος βατράχου που φουσκώνει κι έχει δηλητηριώδη ανάσα
- (ιχθυολογία) είδος τερατόμορφου και δηλητηριώδους ψαριού
- (ιχθυολογία) είδος φάλαινας
Πηγές[επεξεργασία]
- φύσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θρίαμβος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αμφίβια (ελληνιστική κοινή)
- Ζώα (ελληνιστική κοινή)
- Ιχθυολογία (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)