φᾶρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φᾶρος | τὰ | φάρη - φάρεᾰ |
γενική | τοῦ | φάρους - φάρεος | τῶν | φαρῶν - φαρέων |
δοτική | τῷ | φάρει - φάρεῐ̈ | τοῖς | φάρεσῐ(ν) επικός: φαρέεσσι |
αιτιατική | τὸ | φᾶρος | τὰ | φάρη - φάρεα |
κλητική ὦ! | φᾶρος | φάρη - φάρεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάρει - φάρεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φαροῖν - φαρέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φᾶρος < άγνωστης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φᾶρος, -εος/ους ουδέτερο
- μεγάλο κομμάτι υφάσματος
- (ενδυμασία) μακρύς μανδύας, πανωφόρι
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214 (214-216)
- πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἔθηκαν, | δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, | ἤνωγον δ᾽ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι.
- Δίπλα του απόθεσαν τα ρούχα, το πανωφόρι και χιτώνα, | και σε μια λήκυθο χρυσή τού δίνουν λάδι λιπαρό. | Ύστερα τον παρακινούσαν να κατέβει στις ροές του ποταμού για να τον λούσουν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πὰρ δ᾽ ἄρα οἱ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἔθηκαν, | δῶκαν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, | ἤνωγον δ᾽ ἄρα μιν λοῦσθαι ποταμοῖο ῥοῇσι.
- 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 234 (233-235)
- τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἄρχετο μύθων· | ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἰδοῦσα | καλά, τά ῥ᾽ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
- Στο μεταξύ η Αρήτη, όμορφη και λευκή, θέλησε πρώτη να μιλήσει | γιατί αναγνώρισε τη χλαίνη, τον χιτώνα· βλέποντας τα ωραία εκείνα | ρούχα που φορούσε, από την ίδια υφασμένα και τις παρακόρες της.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοῖσιν δ᾽ Ἀρήτη λευκώλενος ἄρχετο μύθων· | ἔγνω γὰρ φᾶρός τε χιτῶνά τε εἵματ᾽ ἰδοῦσα | καλά, τά ῥ᾽ αὐτὴ τεῦξε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί·
- 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 214 (214-216)
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φᾶρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φᾶρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκεῦος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ενδυμασία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)