χαρέμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαρέμι | τα | χαρέμια |
γενική | του | χαρεμιού | των | χαρεμιών |
αιτιατική | το | χαρέμι | τα | χαρέμια |
κλητική | χαρέμι | χαρέμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρέμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική حرم (τουρκική harem) + -ι[1] < αραβική حرم (με προφορά ḥaram) < ρίζα ح ر م (σχέση με κάτι απαγορευμένο, ή άγιο ή αφορισμένο).[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈɾe.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρέ‐μι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρέμι ουδέτερο
- η ομάδα των γυναικών που θεωρούνται σύζυγοι ενός μουσουλμάνου, ή άντρα σε κοινωνίες που δέχονταν την πολυγαμία
- ο χώρος όπου ζουν οι γυναίκες αυτές
- (μεταφορικά) οι γυναίκες στη ζωή ενός άνδρα όταν αυτός έχει παράλληλες σχέσεις με πάνω από μία δύο γυναίκες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρέμι
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ χαρέμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ρίζα ح ر م στο αγγλικό Βικιλεξικό όπως στο حرم
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ι (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)