χαρτοθέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαρτοθέτης οι χαρτοθέτες
      γενική του χαρτοθέτη των χαρτοθετών
    αιτιατική τον χαρτοθέτη τους χαρτοθέτες
     κλητική χαρτοθέτη χαρτοθέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χαρτοθέτης < λόγια λέξη από το χάρτης και αρχαία ελληνική τίθημι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χαρτοθέτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα, παρωχημένο) ο εργαζόμενος που τοποθετεί τα χαρτιά για το τύπωμα στην κατάλληλη θέση
  2. ειδική θήκη για τα μεγάλων διαστάσεων χαρτιά που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές, οι αρχιτέκτονες και οι ζωγράφοι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]