χαχόλικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαχόλικος < χαχόλος
Επίθετο[επεξεργασία]
χαχόλικος
- πολύ φαρδύς, υπερβολικά άνετος (για ρούχο που δεν είναι στα μέτρα εκείνου που το φοράει)