χορτοβόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική χορτοβόρος χορτοβόρα τὸ χορτοβόρον
      γενική τοῦ χορτοβόρου τῆς χορτοβόρας τοῦ χορτοβόρου
      δοτική τῷ χορτοβόρ τῇ χορτοβόρ τῷ χορτοβόρ
    αιτιατική τὸν χορτοβόρον τὴν χορτοβόραν τὸ χορτοβόρον
     κλητική ! χορτοβόρε χορτοβόρα χορτοβόρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ χορτοβόροι αἱ χορτοβόραι τὰ χορτοβόρα
      γενική τῶν χορτοβόρων τῶν χορτοβόρων τῶν χορτοβόρων
      δοτική τοῖς χορτοβόροις ταῖς χορτοβόραις τοῖς χορτοβόροις
    αιτιατική τοὺς χορτοβόρους τὰς χορτοβόρας τὰ χορτοβόρα
     κλητική ! χορτοβόροι χορτοβόραι χορτοβόρα
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χορτοβόρος (μαρτυρείται από το 1895).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χορτο- + -βόρος.

Επίθετο[επεξεργασία]

χορτοβόρος, -α, -ον

  • (καθαρεύουσα) χορτοφάγος, φυτοφάγος
    ※  Μετὰ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ φυτικοῦ βασιλείου καὶ ἐν ἁρμονίᾳ πρὸς τὴν μεγαλοπρεπῆ ταύτην βλάστησιν ἐφάνησαν τὸ πρῶτον γιγαντώδη χορτοβόρα ζώα, ἅτινα βραδύτερον διεδέχθησαν τὰ σαρκοβόρα, ὅταν ἄφθονος τροφὴ ἐφαίνετο ἐγγυωμένη τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν.
    Ἰωάννης Μ. Ραπτάρχης, Τὸ Σύμπαν ἢ Τὰ θαυμάσια τοῦ ἀστερόεντος οὐρανοῦ, ΜΕΛΕΤΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑI, ΕΝ ΑΙΣ ΕΚΤΙΘΕΝΤΑΙ ΕΥΜΕΘΟΔΩΣ ΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΙΣ ΓΝΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ, Κωνσταντινούπολη, ἐκ τοῦ Τυπογραφείου τῆς «Προόδου», 1866, σελ. 425 @books.google.gr
    ※  Ἔτι ἀπὸ τοῦ μηνὸς Μαΐου εἶδε χλόην κατακαλύπτουσαν τὰς κοιλάδας καὶ τοὺς λόφους, καὶ τάρανδοι, λαγωοὶ, ἀλώπεκες, ἄγριαι νῆσσαι, πέρδικες, σκολόπακες, χαραδρυοὶ, καὶ βόες ἐπλανῶντο πανταχόσε. Παρετηρήθη δὲ καὶ ζωολογικὸν φαινόμενον περιεργότατον. Ἐκ τῶν ζώων, ἅτινα ποτὲ δὲν εἶχον ἰδεῖ ἄνθρωπον, τὰ μὲν σαρκοβόρα, οἷον ἄρκτοι, λύκοι καὶ λοιπὰ ἔφευγον ἅμα βλέποντα τοὺς ναύτας, τὰ δὲ χορτοβόρα, ὡς ὁ τάρανδος, ὁ βοῦς, ὁ λαγωὸς ἔμενον καὶ ὅτε ἐπλησίαζον αὐτὰ οἱ ξένοι καὶ οὐδένα ἐδείκνυον φόβον, ὡς ἐπὶ τῶν μακαρίων ἡμερῶν τῆς Ἐδὲμ, ὅπου καὶ ἄνθρωποι καὶ ζῶα συνεβίουν ἐν εἰρὴνῃ καὶ ἀδελφότητι ὑπὸ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ κοινοῦ αὐτῶν πλάστου.
    Ανωνύμου, ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΡΑΓΚΛΙΝΟΣ. Αἱ τελευταῖαι αὐτοῦ ἀποδημίαι εἰς τὸν ἀρκτικὸν πόλον. Πανδώρα, Τόμος 12, Τεύχος 265, Απρίλιος 1861

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1116, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου