χωροδεσπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χωροδεσπότης αρσενικό
- ο άρχοντας που εξουσιάζει μια περιοχή, ο φεουδάρχης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χωροδεσπότης
|