ψηφιδοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψηφιδοφόρος < αρχαία ελληνική ψηφιδοφόρος. Μορφολογικά, ψηφίδ(α) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
[επεξεργασία]ψηφιδοφόρος, -ος ή -α, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ψηφίδα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηφιδοφόρος
|