ἀμπελουργεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀμπελουργεῖον | τὰ | ἀμπελουργεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ἀμπελουργείου | τῶν | ἀμπελουργείων |
δοτική | τῷ | ἀμπελουργείῳ | τοῖς | ἀμπελουργείοις |
αιτιατική | τὸ | ἀμπελουργεῖον | τὰ | ἀμπελουργεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ἀμπελουργεῖον | ἀμπελουργεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμπελουργείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμπελουργείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀμπελουργεῖον < ἀμπελουργ(ός) + -εῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀμπελουργεῖον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ἀμπελουργός, ἄμπελος και ἔργον
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀμπελουργεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -εῖον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αισχίνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)