Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἀμπελουργεῖον

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
      γενική τοῦ ἀμπελουργείου τῶν ἀμπελουργείων
      δοτική τῷ ἀμπελουργεί τοῖς ἀμπελουργείοις
    αιτιατική τὸ ἀμπελουργεῖον τὰ ἀμπελουργεῖ
     κλητική ! ἀμπελουργεῖον ἀμπελουργεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμπελουργείω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμπελουργείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀμπελουργεῖον < ἀμπελουργ(ός) + -εῖον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀμπελουργεῖον, -ου ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]