ἀτοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ατοπία

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀτοπί αἱ ἀτοπίαι
      γενική τῆς ἀτοπίᾱς τῶν ἀτοπιῶν
      δοτική τῇ ἀτοπί ταῖς ἀτοπίαις
    αιτιατική τὴν ἀτοπίᾱν τὰς ἀτοπίᾱς
     κλητική ! ἀτοπί ἀτοπίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀτοπί
γεν-δοτ τοῖν  ἀτοπίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀτοπία < ἄτοπος ‎< ἀ- + τόπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀτοπία θηλυκό

  1. το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι εκτός τόπου
  2. παραλογισμός
  3. φύση που ξεφεύγει από το φυσιολογικό
  4. ατόπημα

Συγγενικά[επεξεργασία]