ατόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατόπημα < ελληνιστική κοινή ἀτόπημα < αρχαία ελληνική ἀ- + τόπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατόπημα ουδέτερο
- η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια
- υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατόπημα
|