ατοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατοπία | οι | ατοπίες |
γενική | της | ατοπίας | των | ατοπιών |
αιτιατική | την | ατοπία | τις | ατοπίες |
κλητική | ατοπία | ατοπίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατοπία < αρχαία ελληνική ἀτοπία < ἄτοπος < ἀ- + τόπος (3. λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική atopy < αρχαία ελληνική ἀτοπία)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατοπία θηλυκό
- το να είναι κάποιος άτοπος, η ιδιότητα του άτοπου
- ατόπημα
- (ιατρική) (νεολογισμός) εμφάνιση αλλεργιών και αλλεργικών αντιδράσεων λόγω κληρονομικής προδιάθεσης
- Υπώνυμα: αλλεργία
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)