Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ἀλαλκομενιεύς

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀλαλκομενιεύς οἱ Ἀλαλκομενιεῖς
      γενική τοῦ Ἀλαλκομενιέως τῶν Ἀλαλκομενιέων
      δοτική τῷ Ἀλαλκομενιεῖ τοῖς Ἀλαλκομενιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀλαλκομενιέ τοὺς Ἀλαλκομενιέᾱς
     κλητική ! Ἀλαλκομενιεῦ Ἀλαλκομενιεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀλαλκομενιεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀλαλκομενιέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀλαλκομενιεύς < Ἀλαλκομεναί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Ἀλαλκομενιεύς αρσενικό