Ἀμασεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀμασεύς οἱ Ἀμασεῖς - Ἀμασῆς*
      γενική τοῦ Ἀμασέως τῶν Ἀμασέων
      δοτική τῷ Ἀμασεῖ τοῖς Ἀμασεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἀμασέ τοὺς Ἀμασέᾱς
     κλητική ! Ἀμασεῦ Ἀμασεῖς - Ἀμασῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀμασ1 ή Ἀμασεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Ἀμασέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀμασεύς < Ἀμάσεια + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ἀμασεύς αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]