Ἀρβηλιτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀρβηλιτικός Ἀρβηλιτική τὸ Ἀρβηλιτικόν
      γενική τοῦ Ἀρβηλιτικοῦ τῆς Ἀρβηλιτικῆς τοῦ Ἀρβηλιτικοῦ
      δοτική τῷ Ἀρβηλιτικ τῇ Ἀρβηλιτικ τῷ Ἀρβηλιτικ
    αιτιατική τὸν Ἀρβηλιτικόν τὴν Ἀρβηλιτικήν τὸ Ἀρβηλιτικόν
     κλητική ! Ἀρβηλιτικέ Ἀρβηλιτική Ἀρβηλιτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀρβηλιτικοί αἱ Ἀρβηλιτικαί τὰ Ἀρβηλιτικᾰ́
      γενική τῶν Ἀρβηλιτικῶν τῶν Ἀρβηλιτικῶν τῶν Ἀρβηλιτικῶν
      δοτική τοῖς Ἀρβηλιτικοῖς ταῖς Ἀρβηλιτικαῖς τοῖς Ἀρβηλιτικοῖς
    αιτιατική τοὺς Ἀρβηλιτικούς τὰς Ἀρβηλιτικᾱ́ς τὰ Ἀρβηλιτικᾰ́
     κλητική ! Ἀρβηλιτικοί Ἀρβηλιτικαί Ἀρβηλιτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀρβηλιτικώ τὼ Ἀρβηλιτικᾱ́ τὼ Ἀρβηλιτικώ
      γεν-δοτ τοῖν Ἀρβηλιτικοῖν τοῖν Ἀρβηλιτικαῖν τοῖν Ἀρβηλιτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀρβηλιτικός < Ἀρβηλῖται + -ικός

Επίθετο

[επεξεργασία]

'Ἀρβηλιτικός', -ή, -όν