ἐργόχειρον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐργόχειρον τὰ ἐργόχειρ
      γενική τοῦ ἐργοχείρου τῶν ἐργοχείρων
      δοτική τῷ ἐργοχείρ τοῖς ἐργοχείροις
    αιτιατική τὸ ἐργόχειρον τὰ ἐργόχειρ
     κλητική ! ἐργόχειρον ἐργόχειρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐργοχείρω
γεν-δοτ τοῖν  ἐργοχείροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐργόχειρον < αρχαία ελληνική ἔργον + χείρ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐργόχειρον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]