ἑκυρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πενθερός, socer

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑκυρός οἱ ἑκυροί
      γενική τοῦ ἑκυροῦ τῶν ἑκυρῶν
      δοτική τῷ ἑκυρ τοῖς ἑκυροῖς
    αιτιατική τὸν ἑκυρόν τοὺς ἑκυρούς
     κλητική ! ἑκυρέ ἑκυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑκυρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἑκυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἑκυρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἑκυρός, -οῦ αρσενικό, επικός τύπος του πενθερός, (θηλυκό ἑκυρά & ἑκυρή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]