ἔναυσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έναυσμα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔναυσμᾰ τὰ ἐναύσμᾰτ
      γενική τοῦ ἐναύσμᾰτος τῶν ἐναυσμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐναύσμᾰτ τοῖς ἐναύσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔναυσμᾰ τὰ ἐναύσμᾰτ
     κλητική ! ἔναυσμᾰ ἐναύσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐναύσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐναυσμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔναυσμα < ἐναύω[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἔναυσμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. σπίθα, υπόλειμμα, απομεινάρι φωτιάς
  2. (μεταφορικά) ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση, κίνητρο, ερέθισμα
    ※  2ος/3ος↓ αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 2.1.7, @scaife.perseus
    αἱ δὲ εὐφροσύναι αὗται ἔναυσμά τι ἀγάπης ἔχουσιν ἐκ τῆς πανδήμου τροφῆς συνεθιζόμενον εἰς ἀίδιον τροφήν.
  3. (μεταφορικά) ό,τι δίνει ζωή στα ζώα
  4. (μεταφορικά) σπινθήρας, σπίθα, λάμψη
    ※  2ος↑ αιώνας Πολύβιος, Ἱστορίαι, 9.28.8 @scaife.perseus
    οὗτος πάλιν ὑπολαβὼν βραχύ τι τῆς Ἑλλάδος ἔναυσμα καταλείπεσθαι περὶ τὴν Θηβαίων πόλιν, τίνα τρόπον αὐτὴν διέφθειρε, πάντας ὑμᾶς οἴομαι κατανοεῖν.
    ※  1ος↓ αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Praemiis Et Poenis Et De Exsecrationibus, 171, p. 437 M @scaife.perseus
    ἀλλ’ εἰς εὐπατρίδας ἔχοντας ἐναύσματα τῆς εὐγενείας, ἀφ’ ὧν ἀναρριπισθέντων ἐξέλαμψεν ἡ πρὸ μικροῦ σβεσθεῖσα εὔκλεια.
    ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Τίτος, 11.4 @scaife.perseus
    ἀλλόφυλοι δὲ ἄνδρες, ἐναύσματα μικρὰ καὶ γλίσχρα κοινωνήματα παλαιοῦ γένους ἔχειν δοκοῦντες, ἀφʼ ὧν καὶ λόγῳ τι καὶ γνώμῃ τῶν χρησίμων ὑπάρξαι τῇ Ἑλλάδι θαυμαστὸν ἦν,

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]