ἔναυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔναυσμᾰ | τὰ | ἐναύσμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἐναύσμᾰτος | τῶν | ἐναυσμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἐναύσμᾰτῐ | τοῖς | ἐναύσμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἔναυσμᾰ | τὰ | ἐναύσμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἔναυσμᾰ | ἐναύσμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐναύσμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐναυσμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἔναυσμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- σπίθα, υπόλειμμα, απομεινάρι φωτιάς
- (μεταφορικά) ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση, κίνητρο, ερέθισμα
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 2.1.7, @scaife.perseus
- αἱ δὲ εὐφροσύναι αὗται ἔναυσμά τι ἀγάπης ἔχουσιν ἐκ τῆς πανδήμου τροφῆς συνεθιζόμενον εἰς ἀίδιον τροφήν.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 2.1.7, @scaife.perseus
- (μεταφορικά) ό,τι δίνει ζωή στα ζώα
- (μεταφορικά) σπινθήρας, σπίθα, λάμψη
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 9.28.8 @scaife.perseus
- οὗτος πάλιν ὑπολαβὼν βραχύ τι τῆς Ἑλλάδος ἔναυσμα καταλείπεσθαι περὶ τὴν Θηβαίων πόλιν, τίνα τρόπον αὐτὴν διέφθειρε, πάντας ὑμᾶς οἴομαι κατανοεῖν.
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Praemiis Et Poenis Et De Exsecrationibus, 171, p. 437 M @scaife.perseus
- ἀλλ’ εἰς εὐπατρίδας ἔχοντας ἐναύσματα τῆς εὐγενείας, ἀφ’ ὧν ἀναρριπισθέντων ἐξέλαμψεν ἡ πρὸ μικροῦ σβεσθεῖσα εὔκλεια.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Τίτος, 11.4 @scaife.perseus
- ἀλλόφυλοι δὲ ἄνδρες, ἐναύσματα μικρὰ καὶ γλίσχρα κοινωνήματα παλαιοῦ γένους ἔχειν δοκοῦντες, ἀφʼ ὧν καὶ λόγῳ τι καὶ γνώμῃ τῶν χρησίμων ὑπάρξαι τῇ Ἑλλάδι θαυμαστὸν ἦν,
- ※ 2ος πκε αιώνας ⌘ Πολύβιος, Ἱστορίαι, 9.28.8 @scaife.perseus
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ἐναύω
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔναυσμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔναυσμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)