Ἐλαιούσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐλαιούσιος οἱ Ἐλαιούσιοι
      γενική τοῦ Ἐλαιουσίου τῶν Ἐλαιουσίων
      δοτική τῷ Ἐλαιουσί τοῖς Ἐλαιουσίοις
    αιτιατική τὸν Ἐλαιούσιον τοὺς Ἐλαιουσίους
     κλητική ! Ἐλαιούσιε Ἐλαιούσιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐλαιουσίω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐλαιουσίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἐλαιούσιος < Ἐλαιεύς < Ἐλαιοῦς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἐλαιούσιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Ελαιούντος

Πηγές[επεξεργασία]