ἰβίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἰβίσκος | οἱ | ἰβίσκοι |
γενική | τοῦ | ἰβίσκου | τῶν | ἰβίσκων |
δοτική | τῷ | ἰβίσκῳ | τοῖς | ἰβίσκοις |
αιτιατική | τὸν | ἰβίσκον | τοὺς | ἰβίσκους |
κλητική ὦ! | ἰβίσκε | ἰβίσκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰβίσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰβίσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἰβίσκος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἰβίσκος, -ου αρσενικό
- (φυτό) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί) (Χρειάζεται έλεγχο: σημασίες, ονομασίες φυτών)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἰβίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)