ἰβίσκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἱβίσκος, ιβίσκος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἰβίσκος οἱ ἰβίσκοι
      γενική τοῦ ἰβίσκου τῶν ἰβίσκων
      δοτική τῷ ἰβίσκ τοῖς ἰβίσκοις
    αιτιατική τὸν ἰβίσκον τοὺς ἰβίσκους
     κλητική ! ἰβίσκε ἰβίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰβίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ἰβίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰβίσκος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἰβίσκος, -ου αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]