ὀξάλμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ὀξάλμη | αἱ | ὀξάλμαι |
γενική | τῆς | ὀξάλμης | τῶν | ὀξαλμῶν |
δοτική | τῇ | ὀξάλμῃ | ταῖς | ὀξάλμαις |
αιτιατική | τὴν | ὀξάλμην | τὰς | ὀξάλμᾱς |
κλητική ὦ! | ὀξάλμη | ὀξάλμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀξάλμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀξάλμαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὀξάλμη, -ης θηλυκό
- σάλτσα από ξίδι και άρμη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 331 (328-331)
- ἤ με κεραυνῷ | διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως, | κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας | εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν·
- ή με φωτιά καυτερού κεραυνού | ψήσε με κάτω απ᾽ τη στάχτη γοργά | κι ύστερα πάρε με, φύσα με, | βάλε με σε σαλαμούρα ξιδάτη ζεστή·
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἤ με κεραυνῷ | διατινθαλέῳ σπόδισον ταχέως, | κἄπειτ᾽ ἀνελών μ᾽ ἀποφυσήσας | εἰς ὀξάλμην ἔμβαλε θερμήν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.3, p. 53 @scaife.perseus
- ἐκεῖ γὰρ ὀξάλμη γίνεται, καὶ χρῶνται καθάπερ ὄξει πρὸς ἔνια τῶν ἐδεσμάτων αὐτῷ.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.2, p.12.674 @scaife.perseus
- ὄξει ζεστῷ καταντλήσας ἢ σπόγγον ὀξάλμῃ βρέχων ἐπιτίθει.
- ΣτΕ: Στην αρχαιότητα η οξάλμη χρησιμοποιούνταν και στην ιατρική. Στο παραπάνω απόσπασμα χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της παρωτίτιδας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 331 (328-331)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ὀξάλμη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀξάλμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοφάνη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αριστοτέλη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Γαληνό (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από ιατρικά κείμενα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)