Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kern

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Kern die Kerne
γενική des Kerns
Kernes
der Kerne
δοτική dem Kern
Kerne
den Kernen
αιτιατική den Kern die Kerne

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kern (de) αρσενικό

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. πυρήνας
  3. κουκούτσι
  4. το βασικό στοιχείο ενός προβλήματος, θέματος, κ.α.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kern < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kern αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kern < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kern αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kern < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kern αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (G-L), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (G-L), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 16/9/2023, CC BY 4.0



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kern < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kern αρσενικό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023