Kern
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Kern | die Kerne |
γενική | des Kerns des Kernes |
der Kerne |
δοτική | dem Kern | den Kernen |
αιτιατική | den Kern | die Kerne |
Kern (de) αρσενικό