Neffe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Neffe | die Neffen |
γενική | des Neffen | der Neffen |
δοτική | dem Neffen | den Neffen |
αιτιατική | den Neffen | die Neffen |
Neffe (de) αρσενικό
- ο ανιψιός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Nichte: η ανιψιά
- Großneffe: ο μικρανεψιός