Neujahr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Neujahr | die | Neujahre |
γενική | des | Neujahrs Neujahres |
der | Neujahre |
δοτική | dem | Neujahr Neujahre |
den | Neujahren |
αιτιατική | das | Neujahr | die | Neujahre |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈnɔʏ̯ˌjaːɐ̯/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Neujahr (de) ουδέτερο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Neujahr αρσενικό ή θηλυκό