Wein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Wein | die Weine |
γενική | des Weins des Weines |
der Weine |
δοτική | dem Wein | den Weinen |
αιτιατική | den Wein | die Weine |
Wein (de) θηλυκό
- το κρασί