Witz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Witz | die | Witze |
γενική | des | Witzes | der | Witze |
δοτική | dem | Witz Witze |
den | Witzen |
αιτιατική | den | Witz | die | Witze |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Witz (de) αρσενικό