arma
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arma (it)
- το όπλο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- arma < ινδοευρωπαϊκή *h₂(e)rmos (συναρμογή, μάχη) < *h₂er- (συνδέω). Συγγενές με τα (σανσκριτικά) ऋत (ṛtá) και अरम् (áram, “συναρμογή”), αρχαία ελληνική ἀραρίσκω, (παλαιοαρμενικά) արարի (arari).
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arma (la) ουδέτερο μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: άρματα
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | arma | |
γενική | armōrum | |
δοτική | armīs | |
αιτιατική | arma | |
κλητική | arma | |
αφαιρετική | armīs | |