defensible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
defensible (en)
- δικαιολογήσιμος, που μπορεί να δικαιολογηθεί, που μπορούν επιχειρήματα να τεθούν υπέρ του