Κέκροψ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κέρκωψ

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κέκροψ οἱ Κέκροπες
      γενική τοῦ Κέκροπος τῶν Κεκρόπων
      δοτική τῷ Κέκροπ τοῖς Κέκροψ(ν)
    αιτιατική τὸν Κέκροπ τοὺς Κέκροπᾰς
     κλητική ! Κέκροψ Κέκροπες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κέκροπε
γεν-δοτ τοῖν  Κεκρόποιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώνωψ' όπως «κώνωψ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κέκροψ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κέκροψ αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]