γλυκοπατάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκοπατάτα οι γλυκοπατάτες
      γενική της γλυκοπατάτας των γλυκοπατατών
    αιτιατική τη γλυκοπατάτα τις γλυκοπατάτες
     κλητική γλυκοπατάτα γλυκοπατάτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκοπατάτα < γλυκός + -ο- + πατάτα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣli.ko.paˈta.ta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλυκοπατάτα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]