καστορέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καστορέλαιο < κάστορ(ας) + -έλαιο, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική castor oil
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καστορέλαιο ουδέτερο
- φυτικό έλαιο που παράγεται από το τροπικό φυτό Ρίκινος ο Κοινός και το χρησιμοποιούμε σαν καθαρτικό ή στην παρασκευή σαπουνιών, λιπαντικών, βαφών, αρωμάτων κ.ά.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -έλαιο (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)