μιμόζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιμόζα | οι | μιμόζες |
γενική | της | μιμόζας | — | |
αιτιατική | τη | μιμόζα | τις | μιμόζες |
κλητική | μιμόζα | μιμόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιμόζα < λόγιο ενδογενές δάνειο: ιταλική mimosa[1] < νεολατινική mimosa < λατινική mimus < αρχαία ελληνική μῖμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιμόζα θηλυκό
- (φυτό) γένος φυτών (θάμνων ή μικρών δέντρων) που ανήκει στη τάξη των ψυχανθών
- (βοτανική, λουλούδι) το άνθος / λουλούδι του παραπάνω φυτού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη μίμος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ μιμόζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)