προλεταριάτο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προλεταριάτο τα προλεταριάτα
      γενική του προλεταριάτου των προλεταριάτων
    αιτιατική το προλεταριάτο τα προλεταριάτα
     κλητική προλεταριάτο προλεταριάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προλεταριάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική proletariato < γαλλική prolétariat [1] < λατινική proletarius < proles (απόγονος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.le.ta.ɾiˈa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐λε‐τα‐ρι‐ά‐το

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προλεταριάτο ουδέτερο

  1. (σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία) η τάξη των προλεταρίων, των μισθωτών εργατών, αυτών που ζουν μόνο από το μεροκάματό τους και δεν κατέχουν μέσα παραγωγής
  2. (στην αρχαία Ρώμη) η κατώτερη οικονομική τάξη, η τάξη των προλεταρίων, αυτών που δεν φορολογούνταν, διότι δεν είχαν εισοδήματα, και υπηρετούσαν την πατρίδα μέσω των απογόνων τους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]