τριφύλλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριφύλλι | τα | τριφύλλια |
γενική | του | τριφυλλιού | των | τριφυλλιών |
αιτιατική | το | τριφύλλι | τα | τριφύλλια |
κλητική | τριφύλλι | τριφύλλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τριφύλλι < ελληνιστική τριφύλλιον < αρχαία ελληνική τρίφυλλον
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τριφύλλι ουδέτερο
- ποώδες φυτό χαμηλού ύψους, του οποίου το φύλλο αποτελείται από τρία μικρότερα
- ⮡ είναι τυχερός όποιος βρει το τετράφυλλο τριφύλλι
- (αθλητισμός) ο ελληνικός αθλητικός σύλλογος Παναθηναϊκός (λόγω του εμβλήματός του)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι (ειρωνικά)