τριφύλλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τριφύλλι τα τριφύλλια
      γενική του τριφυλλιού των τριφυλλιών
    αιτιατική το τριφύλλι τα τριφύλλια
     κλητική τριφύλλι τριφύλλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τριφύλλι < ελληνιστική τριφύλλιον < αρχαία ελληνική τρίφυλλον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tɾiˈfi.li/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τριφύλλι ουδέτερο

  1. ποώδες φυτό χαμηλού ύψους, του οποίου το φύλλο αποτελείται από τρία μικρότερα
    ⮡  είναι τυχερός όποιος βρει το τετράφυλλο τριφύλλι
  2. (αθλητισμός) ο ελληνικός αθλητικός σύλλογος Παναθηναϊκός (λόγω του εμβλήματός του)
    ⮡  Χτες στο αεροδρόμιο, οι οπαδοί του τριφυλλιού επιφύλαξαν ιδιαίτερα θερμή υποδοχή στους παίκτες της ομάδας, κατά την επιστροφή τους από τη Γερμανία.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]