gazette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gazette | gazettes |
Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzette < προέλευσης από την ιταλική gazzetta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gazette (en)
- έντυπο φύλλο που κυκλοφορεί περιοδικά· εφημερίδα
- (νομικός όρος, συνήθως με κεφαλαίο αρχικό και σε πλάγια γραφή: Gazette) η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των διαφόρων χωρών, το επίσημο κρατικό έντυπο όπου δημοσιεύονται οι νόμοι, τα διατάγματα και διάφορα άλλα σχετικά έγγραφα δημόσιου ενδιαφέροντος (όπως λ.χ. προκηρύξεις δημόσιων φορέων για προσλήψεις)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]gazette (en)
- δημοσιεύω σε εφημερίδα
- (βρετανικό) δημοσιεύω στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- gazette στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gazette | gazettes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- gazette < άμεσο δάνειο από την ιταλική gazzetta
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gazette (fr) θηλυκό
- περιοδική έντυπη έκδοση, εφημερίδα
- (μεταφορικά) τα νέα που διαδίδονται μεταξύ μιας ομάδας ατόμων
- πυρίμαχο εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως βάση πήλινων, κεραμικών ή πορσελάνινων σκευών στο ψήσιμο σε ξυλόφουρνο
- (κατ’ επέκταση) το παραπάνω εξάρτημα, που χρησιμοποιείται και ως υλικό πλακόστρωσης στην πόλη Λιμόζ
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (γαλλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Νομικοί όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Μεταφορικοί όροι (γαλλικά)