relax
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | relax |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relaxes |
αόριστος | relaxed |
παθητική μετοχή | relaxed |
ενεργητική μετοχή | relaxing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- relax < παλαιά γαλλική relaxer < λατινική relaxare (χαλαρώνω)
Ρήμα[επεξεργασία]
relax (en)
- χαλαρώνω, ηρεμώ
- When i listen to music, I relax.
- Όταν ακούω μουσική, χαλαρώνω.
- Relax the ropes.
- Χαλάρωσε τα σχοινιά.
- When i listen to music, I relax.