vet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (en)

  1. κτηνίατρος (από το veterinary surgeon)
  2. βετεράνος (από το veteran)

Ρήμα[επεξεργασία]

vet (en)

  • ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
  • εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση
The FBI vets all nominees to the Federal bench

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (ca)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (nl)

Επίθετο[επεξεργασία]

vet (nl)



Ουγγρικά (hu)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

vet (hu)

  1. πετάω, ρίχνω κάτι
  2. σπέρνω
    ki mint vet úgy arat - όπως σπέρνει κανείς έτσι θερίζει



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vet (pt)

  1. κτηνίατρος
  2. βετεράνος



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

vet (sv)

  1. ενεστώτας του veta; ξέρω, γνωρίζω
    jag vet inte - δεν ξέρω