vet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vet (en)
- κτηνίατρος (από το veterinary surgeon)
- βετεράνος (από το veteran)
Ρήμα[επεξεργασία]
vet (en)
- ξεδιαλέγω, εγκρίνω ή απορρίπτω κατόπιν κρίσης, επιλέγω λίγα μέσα από τα πολλά
- εξετάζω κάτι ή κάποιον ή ερευνώ για να δω αν θα δώσω επίσημη έγκριση
- The FBI vets all nominees to the Federal bench
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vet (ca)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vet (nl)
Επίθετο[επεξεργασία]
vet (nl)
Ουγγρικά (hu) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
vet (hu)
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vet (pt)
Σουηδικά (sv) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
vet (sv)