βετεράνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βετεράνος οι βετεράνοι
      γενική του βετεράνου των βετεράνων
    αιτιατική τον βετεράνο τους βετεράνους
     κλητική βετεράνε βετεράνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βετεράνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βετερᾶνος < λατινική veteranus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ve.teˈɾa.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐τε‐ρά‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βετεράνος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]