Δόσης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δόσης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δόσης οι Δόσηδες
      γενική του Δόση των Δόσηδων
    αιτιατική τον Δόση τους Δόσηδες
     κλητική Δόση Δόσηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης - κλίση: μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðo.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δό‐σης

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Δόσης < Θεοδόσης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δόσης αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Δόσης < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δόσης αρσενικό (θηλυκό Δόση)

Μεταγραφές[επεξεργασία]