αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
AtouBot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|a.ˈvli}}
{{ΔΦΑ|a.ˈvli|γλ=el}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 17:09, 15 Σεπτεμβρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλή οι αυλές
      γενική της αυλής των αυλών
    αιτιατική την αυλή τις αυλές
     κλητική αυλή αυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αυλή θηλυκό

  1. υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
     συνώνυμα: προαύλιο, περίβολος
  2. το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αυλη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αυλή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αυλη».