μηδέν: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
'''{{PAGENAME}}''' και [[μηδενικό]] |
'''{{PAGENAME}}''' και [[μηδενικό]] |
||
# Αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας. |
# Αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας. |
||
# Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του. |
# {{μαθ}} (''δεκαδικό σύστημα'') Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του. |
||
#: ''Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα '''μηδέν'''. |
#: ''Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα '''μηδέν'''. |
||
#: ''Ένα τεσσάρι μαζί με τρία '''μηδενικά''' διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.'' |
#: ''Ένα τεσσάρι μαζί με τρία '''μηδενικά''' διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.'' |
||
# Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα. |
# {{μτφρ}} Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα. |
||
#: ''Είναι ένα '''μηδἐν''''' |
#: ''Είναι ένα '''μηδἐν''''' |
||
# Σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή. |
# (''σχολική βαθμολογία'') Σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή. |
||
# Σε |
# (''φυσική'') Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος. |
||
#: ''Η θερμοκρασία έπεσε στο '''μηδέν''', κάτω από το '''μηδέν'''.'' |
#: ''Η θερμοκρασία έπεσε στο '''μηδέν''', κάτω από το '''μηδέν'''.'' |
||
Αναθεώρηση της 16:25, 20 Αυγούστου 2011
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μηδέν < αρχαία ελληνική μηδέν "κανένα" (ουδέτερο του μηδείς "κανένας")
Αριθμητικό
μηδέν και μηδενικό
- Αριθμός που δείχνει την ανυπαρξία οποιασδήποτε ποσότητας.
- Πρότυπο:μαθ (δεκαδικό σύστημα) Αριθμός που δεν έχει αξία ο ίδιος αλλά που δίνει αξία δέκα φορές μεγαλύτερη στους αριθμούς που βρίσκονται στα αριστερά του.
- Είκοσι γράφεται με ένα δυάρι που ακολουθείται από ένα μηδέν.
- Ένα τεσσάρι μαζί με τρία μηδενικά διαβάζεται τέσσερις χιλιάδες.
- (μεταφορικά) Λέγεται για κάποιον ανίκανο, που δεν αξίζει τίποτα.
- Είναι ένα μηδἐν
- (σχολική βαθμολογία) Σχολικός βαθμός που υποδηλώνει έναν κακό μαθητή.
- (φυσική) Σε μερικές κλίμακες, δείχνει την θερμοκρασία στην οποία λιώνει ο πάγος.
- Η θερμοκρασία έπεσε στο μηδέν, κάτω από το μηδέν.
Γραφές
- : 0
- αραβικά : ٠
- γκουρμούχι : ੦
- γκουτζαράτι : ૦
- θιβετιανά : ༠
- κινεζικά : 零, 〇
- μαλαγιάλαμ : ൦
- μπεγκάλι : ০
- ντεβαναγκάρι : ०
- ορίγια : ୦
- ταμίλ : ௦
- τελούγκου : ౦
Συγγενικά
Συνώνυμα
Ανίκανος, ανάξιος
Κακός βαθμός
Μεταφράσεις
μηδέν
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «μηδεν'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'μηδέν'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «μηδεν».