διακοπή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
grc
Γραμμή 62: Γραμμή 62:


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[διακόπτω]]
==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# το κόψιμο σε [[δύο]] μέρη
# {{σνκδ}} στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά


{{κλείδα ταξινόμησης|διακοπη}}
{{κλείδα ταξινόμησης|διακοπη}}

Αναθεώρηση της 08:04, 8 Νοεμβρίου 2011

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακοπή οι διακοπές
      γενική της διακοπής των διακοπών
    αιτιατική τη διακοπή τις διακοπές
     κλητική διακοπή διακοπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διακοπή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διακόπτω
    η διακοπή της συνεδρίασης
    • η προσπάθεια να αποβάλει κάποιος μια βλαβερή συνήθεια
      η διακοπή του καπνίσματος (το κόψιμο)
    • διακοπή κύησης: η άμβλωση
  2. το αποτέλεσμα του διακόπτω
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη διακοπές

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διακοπή < διακόπτω

Ουσιαστικό

διακοπή θηλυκό

  1. το κόψιμο σε δύο μέρη
  2. (συνεκδοχικά) στενό πέρασμα, στη στεριά ή τη θάλασσα, ανάμεσα σε βουνά

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «διακοπη'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'διακοπή'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «διακοπη».