συντομογραφία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1 |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
* {{nl}} : {{τ|nl|afkorting}}, {{τ|nl|bekorting|noentry=1}}, {{τ|nl|inkorting|noentry=1}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|afkorting}}, {{τ|nl|bekorting|noentry=1}}, {{τ|nl|inkorting|noentry=1}} |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|rövidítés}} |
* {{hu}} : {{τ|hu|rövidítés}} |
||
* {{pap}} : {{τ|pap|abreviashon |
* {{pap}} : {{τ|pap|abreviashon}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|skrót}}, {{τ|pl|skrótowiec}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|skrót}}, {{τ|pl|skrótowiec}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|abreviação}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|abreviação}} |
Αναθεώρηση της 21:17, 2 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
συντομογραφία θηλυκό
- σύντμηση μιας λέξης ή μιας έκφρασης με αφαίρεση γραμμάτων που επιτρέπει την πιο γρήγορη γραφή και την εξοικονόμηση χώρου
- Σημείωση
- Η συντομογραφία είναι είδος συντομομορφής, που ενώ γράφεται σύντομα, δεν προφέρεται σύντομα, αλλά προφέρεται ως πλήρης μορφή.
- Παραδείγματα συντομογραφιών
Συνώνυμα
Συγγενικά
- συντομογραφικά (καθαρεύουσα: συντομογραφικώς)
- συντομογραφικός
Κατάλογος συντομογραφιών που χρησιμοποιούνται τυπικώς σε λεξικά
- 'αρσ.': αρσενικό
- 'θηλ.': θηλυκό
- 'ουδ.': ουδέτερο
- 'αρχ.': αρχαίος
- 'μτφρ.': μετάφραση
- 'ουσ.': ουσιαστικό
- 'επίρρ.: επίρρημα κ.α.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
συντομογραφία