γοερός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|mournful}} |
* {{en}} : {{τ|en|mournful}}, {{τ|en|distressful}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
||
Γραμμή 42: | Γραμμή 42: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
------------ |
------------ |
||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
||
Αναθεώρηση της 08:19, 16 Οκτωβρίου 2014
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γοερός | η | γοερή | το | γοερό |
γενική | του | γοερού | της | γοερής | του | γοερού |
αιτιατική | τον | γοερό | τη | γοερή | το | γοερό |
κλητική | γοερέ | γοερή | γοερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γοεροί | οι | γοερές | τα | γοερά |
γενική | των | γοερών | των | γοερών | των | γοερών |
αιτιατική | τους | γοερούς | τις | γοερές | τα | γοερά |
κλητική | γοεροί | γοερές | γοερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- γοερός < αρχαία ελληνική γοερός < γόος
Επίθετο
γοερός
- ο έντονα θρηνητικός
- το γοερό κλάμα της μας συντάραξε όλους
Μεταφράσεις
γοερός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
γοερός < γόος
Επίθετο
γοερός, γοερά, γοερόν
- θρηνητικός, λυπηρός, θλιβερός
- δάκρυα γοερά φανερά πᾶσι τιθεμένα (όλοι την είδαν να χύνει δάκρυα θρηνητικα)
- θρήνος ή εκείνος που θρηνεί
- ἔσται τι νέον: ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς (Εκάβη, 85)