οδηγώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 68: | Γραμμή 68: | ||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} --> |
||
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} --> |
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|водить}} |
* {{ru}} : {{τ|ru|водить|tr=vodít'}} |
||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 13:43, 17 Μαρτίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οδηγώ < αρχαία ελληνική ὁδηγῶ < ὁδός + -ηγῶ (< ἄγω, με έκταση του πρώτου φωνήεντος )
Ρήμα
οδηγώ
- χειρίζομαι και κινώ ένα όχημα
- από τότε που ήταν μικρός ονειρευόταν να οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα
- δείχνω το δρόμο σε κάποιον
- τους οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού
- υποδεικνύω τρόπο συμπεριφορας ή δράσης σε κάποιον
- με το λόγο και τα έργα του οδηγούσε τους νεώτερους στην αρετή
- χρησιμεύω σαν ένδειξη για να βρει κάποιος κάτι
- τα αποτυπώματα οδήγησαν στο δράστη
- κάνω κάποιον να πράξει κάτι συγκεκριμένο
- ο χωρισμός τον οδήγησε στην τρέλα
- καταλήγω κάπου
- το μονοπάτι οδηγεί σε ένα μεγάλο ξέφωτο
- έχω ως αποτέλεσμα
- οι μειωμένες βροχοπτώσεις οδηγούν στη λειψυδρία
Εκφράσεις
- όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη : όλες οι μέθοδοι εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, όλες οι προσπάθειες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα
Συγγενικά