τροφοδοτημένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ προσθήκη κλίσης στις μετοχές -μένος -μενος
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 16:56, 25 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροφοδοτημένος η τροφοδοτημένη το τροφοδοτημένο
      γενική του τροφοδοτημένου της τροφοδοτημένης του τροφοδοτημένου
    αιτιατική τον τροφοδοτημένο την τροφοδοτημένη το τροφοδοτημένο
     κλητική τροφοδοτημένε τροφοδοτημένη τροφοδοτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροφοδοτημένοι οι τροφοδοτημένες τα τροφοδοτημένα
      γενική των τροφοδοτημένων των τροφοδοτημένων των τροφοδοτημένων
    αιτιατική τους τροφοδοτημένους τις τροφοδοτημένες τα τροφοδοτημένα
     κλητική τροφοδοτημένοι τροφοδοτημένες τροφοδοτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τροφοδοτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τροφοδοτώ

Μετοχή

τροφοδοτημένος, -η, -ο

  1. → δείτε τη λέξη τροφοδοτώ

Μεταφράσεις