σημαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:4119:7D00:1C5E:7D90:CFD7:EAFE (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Anadelph2
Ετικέτα: Επαναφορά
Συμπλήρωση λήμματος
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|σημαίνω|text=1}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|σήμαινα|σημάνω|σήμανα|σημαίνομαι|σεσημασμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|σήμαινα|σημάνω|σήμανα|σημαίνομαι|π-αορ=σημάνθηκα|μππ=σεσημασμένος}}
# ''χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο''
# είμαι φορέας μιας [[σημασία]]ς μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
## {{μτβ}} είμαι φορέας μιας [[σημασία]]ς μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
#: ''τι '''σημαίνει''' η λέξη "ενδελεχώς";''
##: ''τι '''σημαίνει''' η λέξη "ενδελεχώς";''
# ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
## {{μτβ}} ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
#: ''η επιφύλαξή μου δε '''σημαίνει''' απροθυμία''
##: ''η επιφύλαξή μου δε '''σημαίνει''' απροθυμία''
# εκπέμπω ένα ηχητικό [[σήμα]] που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
## {{μτβ}} {{αμτβ}} εκπέμπω ένα ηχητικό [[σήμα]] που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
#: '''''σήμανε''' συναγερμός στο στρατόπεδο''
##: '''''σήμανε''' συναγερμός στο στρατόπεδο''
##: '''''σημαίνω''' εγερτήριο κάθε μέρα στις 6''
## {{αμτβ}} {{μτφρ}} φτάνει η ώρα
##: '''''σήμανε''' η ώρα για να ξεσηκωθούμε''
# ''με παθητική φωνή'' {{μτβ}} [[καταγράφω]] [[σημάδι]], [[σήμανση]] {{βλ|σημαίνομαι}}


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[σεσημασμένος]] (''λόγια μετοχή'')
* [[σήμα]]
* [[σήμα]]
* [[σημασία]]
* [[σημασία]]
* [[σημαντικός]]
* [[σημαντικός]]
* [[σημαίνων]] ({{α}}), [[σημαίνουσα]] ({{θ}}), [[σημαίνον]] ({{ο}}) (''λόγια μετοχή'')
* [[σημαίνων]]
* [[σημαινόμενο]](''λόγια μετοχή'')
* [[σημαίνον]]
* [[σημαινόμενο]]
* [[σημείο]]
* [[σημείο]]


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'σημαίνω'}}
{{el-κλίσ-'σημαίνω'}}
{{el-κλίσ-'μιαίνομαι'|πρ1=|μτχ=σεσημασμένος}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|mean}}
* {{en}} : {{τ|en|mean}}

Αναθεώρηση της 09:52, 26 Σεπτεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημαίνω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σημαίνω

Ρήμα

σημαίνω, πρτ.: σήμαινα, στ.μέλλ.: θα σημάνω, αόρ.: σήμανα, παθ.φωνή: σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα, μτχ.π.π.: σεσημασμένος

  1. χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
    1. (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
      τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
    2. (μεταβατικό) ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
      η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία
    3. (μεταβατικό) (αμετάβατο) εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
      σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο
      σημαίνω εγερτήριο κάθε μέρα στις 6
    4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) φτάνει η ώρα
      σήμανε η ώρα για να ξεσηκωθούμε
  2. με παθητική φωνή (μεταβατικό) καταγράφω σημάδι, σήμανση → δείτε τη λέξη σημαίνομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις