ξάδερφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ |γε2=ου |
{{el-κλίση-'δάσκαλος'}} |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el- |
{{el-κλίση-'δάσκαλος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[εξάδελφος]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[εξάδελφος]] |
Αναθεώρηση της 09:18, 23 Μαρτίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξάδερφος < εξάδελφος
Ουσιαστικό
ξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό
- ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
- δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου