σκηνή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
# υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την [[πλατεία]] ενός σύγχρονου [[θέατρο|θέατρου]], πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
# υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την [[πλατεία]] ενός σύγχρονου [[θέατρο|θέατρου]], πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
# τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του [[επεισόδιο|επεισοδίου]] στο αρχαίο δράμα ή της [[πράξη|πράξης]] στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
# τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του [[επεισόδιο|επεισοδίου]] στο αρχαίο δράμα ή της [[πράξη|πράξης]] στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
# (''γενικότερα'') τμήμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού έργου
# (''γενικότερα'') τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
#: ''οι πολεμικές '''σκηνές''', η '''σκηνή''' του αποχαιρετισμού''
#: ''οι πολεμικές '''σκηνές''', η '''σκηνή''' του αποχαιρετισμού''
# το [[σκηνικό]] μιας παράστασης
# το [[σκηνικό]] μιας παράστασης
# τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
# στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
#: ''η Πειραματική '''Σκηνή''' του Εθνικού Θεάτρου''
#: ''η Εθνική Λυρική '''Σκηνή''', η Πειραματική '''Σκηνή''' του Εθνικού Θεάτρου''
# το [[θέατρο]] γενικότερα
# το [[θέατρο]] γενικότερα
#: ''ανέβηκε στη '''σκηνή''' για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του''
#: ''ανέβηκε στη '''σκηνή''' για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του''
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
#: ''η αστυνομία έφτασε στη ''σκηνή'' του εγκλήματος''
#: ''η αστυνομία έφτασε στη ''σκηνή'' του εγκλήματος''
# κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο [[κατάλυμα]]
# κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο [[κατάλυμα]]
{{-εκφρ-}}
* '''επί σκηνής''': πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης


* '''κάνω σκηνή σε κάποιον''': επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον
* '''σκηνή ζηλοτυπίας''' {{βλ}} [[ζηλοτυπία]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}

Αναθεώρηση της 14:05, 28 Σεπτεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el=


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκηνή οι σκηνές
      γενική της σκηνής των σκηνών
    αιτιατική τη σκηνή τις σκηνές
     κλητική σκηνή σκηνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Πρότυπο:-ετυμ-

αρχαία ελληνική σκηνή

Πρότυπο:-ουσ- σκηνή θηλυκό

  1. Ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
  2. υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
  3. τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
  4. (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
    οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
  5. το σκηνικό μιας παράστασης
  6. στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
    η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
  7. το θέατρο γενικότερα
    ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του
  8. ένα περιστατικό
    δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι
  9. ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
    η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος
  10. κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα

Πρότυπο:-εκφρ-

  • επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης
  • κάνω σκηνή σε κάποιον: επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον
  • σκηνή ζηλοτυπίας → δείτε τη λέξη  ζηλοτυπία

Πρότυπο:-μτφ-